Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνορχέομαι
ἄνορχος
ἀνόρωσις
ἀνοσήλευτος
ἀνόσητος
ἀνοσία
ἀνόσιος
ἀνοσιότης
ἀνοσιουργέω
ἀνοσιούργημα
ἀνοσιουργία
ἀνοσιουργός
ἄνοσμος
ἄνοσος
ἀνόστεος
ἀνόστητος
ἀνόστιμος
ἄνοστος
ἀνόστρακος
ἀνόσφιστος
ἀνόσφραντος
View word page
ἀνοσιουργία
impiety, wickedness

ShortDef

impiety, wickedness

Debugging

Headword:
ἀνοσιουργία
Headword (normalized):
ἀνοσιουργία
Headword (normalized/stripped):
ανοσιουργια
IDX:
8082
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8083
Key:

Data

{'content': 'impiety, wickedness'}