Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σολοιτύπος
Σολομών
Σολομωνιακός
σόλος
Σόλυμοι
Σόλων
σομφόομαι
σομφός
σομφότης
σομφώδης
σορέλλη
σοροδαίμων
σοροεργός
σοροπηγός
σοροποιός
σορός
σορώϊον
σός
Σόσιος
σοῦ
σουβίτυλλος
View word page
σορέλλη
with one foot in the grave
ShortDef
with one foot in the grave
Debugging
Headword:
σορέλλη
Headword (normalized):
σορέλλη
Headword (normalized/stripped):
σορελλη
IDX:
80812
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80813
Key:
Data
{'content': 'with one foot in the grave'}