Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνόρυκτος
ἀνορύσσω
ἀνορχέομαι
ἄνορχος
ἀνόρωσις
ἀνοσήλευτος
ἀνόσητος
ἀνοσία
ἀνόσιος
ἀνοσιότης
ἀνοσιουργέω
ἀνοσιούργημα
ἀνοσιουργία
ἀνοσιουργός
ἄνοσμος
ἄνοσος
ἀνόστεος
ἀνόστητος
ἀνόστιμος
ἄνοστος
ἀνόστρακος
View word page
ἀνοσιουργέω
act impiously, wickedly

ShortDef

act impiously, wickedly

Debugging

Headword:
ἀνοσιουργέω
Headword (normalized):
ἀνοσιουργέω
Headword (normalized/stripped):
ανοσιουργεω
IDX:
8080
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8081
Key:

Data

{'content': 'act impiously, wickedly'}