Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σολοικιστής
σολοικοειδής
σόλοικος
σολοικοφανής
σολοιτύπος
Σολομών
Σολομωνιακός
σόλος
Σόλυμοι
Σόλων
σομφόομαι
σομφός
σομφότης
σομφώδης
σορέλλη
σοροδαίμων
σοροεργός
σοροπηγός
σοροποιός
σορός
σορώϊον
View word page
σομφόομαι
become spongy

ShortDef

become spongy

Debugging

Headword:
σομφόομαι
Headword (normalized):
σομφόομαι
Headword (normalized/stripped):
σομφοομαι
IDX:
80808
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80809
Key:

Data

{'content': 'become spongy'}