Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σολοικισμός
σολοικιστής
σολοικοειδής
σόλοικος
σολοικοφανής
σολοιτύπος
Σολομών
Σολομωνιακός
σόλος
Σόλυμοι
Σόλων
σομφόομαι
σομφός
σομφότης
σομφώδης
σορέλλη
σοροδαίμων
σοροεργός
σοροπηγός
σοροποιός
σορός
View word page
Σόλων
Solon

ShortDef

Solon

Debugging

Headword:
Σόλων
Headword (normalized):
σόλων
Headword (normalized/stripped):
σολων
IDX:
80807
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80808
Key:

Data

{'content': 'Solon'}