Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Σόλοι
σολοικίζω
σολοικισμός
σολοικιστής
σολοικοειδής
σόλοικος
σολοικοφανής
σολοιτύπος
Σολομών
Σολομωνιακός
σόλος
Σόλυμοι
Σόλων
σομφόομαι
σομφός
σομφότης
σομφώδης
σορέλλη
σοροδαίμων
σοροεργός
σοροπηγός
View word page
σόλος
a mass
ShortDef
a mass
Debugging
Headword:
σόλος
Headword (normalized):
σόλος
Headword (normalized/stripped):
σολος
IDX:
80805
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80806
Key:
Data
{'content': 'a mass'}