Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σολοειδής
Σολόεις
Σόλοι
σολοικίζω
σολοικισμός
σολοικιστής
σολοικοειδής
σόλοικος
σολοικοφανής
σολοιτύπος
Σολομών
Σολομωνιακός
σόλος
Σόλυμοι
Σόλων
σομφόομαι
σομφός
σομφότης
σομφώδης
σορέλλη
σοροδαίμων
View word page
Σολομών
Solomon, Salomo
ShortDef
Solomon, Salomo
Debugging
Headword:
Σολομών
Headword (normalized):
σολομών
Headword (normalized/stripped):
σολομων
IDX:
80803
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80804
Key:
Data
{'content': 'Solomon, Salomo'}