Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σόκκος
Σολεύς
σολῖνος
σόλιον
σολοειδής
Σολόεις
Σόλοι
σολοικίζω
σολοικισμός
σολοικιστής
σολοικοειδής
σόλοικος
σολοικοφανής
σολοιτύπος
Σολομών
Σολομωνιακός
σόλος
Σόλυμοι
Σόλων
σομφόομαι
σομφός
View word page
σολοικοειδής
solecistic
ShortDef
solecistic
Debugging
Headword:
σολοικοειδής
Headword (normalized):
σολοικοειδής
Headword (normalized/stripped):
σολοικοειδης
IDX:
80799
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80800
Key:
Data
{'content': 'solecistic'}