Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνορταλίζω
ἀνόρυκτος
ἀνορύσσω
ἀνορχέομαι
ἄνορχος
ἀνόρωσις
ἀνοσήλευτος
ἀνόσητος
ἀνοσία
ἀνόσιος
ἀνοσιότης
ἀνοσιουργέω
ἀνοσιούργημα
ἀνοσιουργία
ἀνοσιουργός
ἄνοσμος
ἄνοσος
ἀνόστεος
ἀνόστητος
ἀνόστιμος
ἄνοστος
View word page
ἀνοσιότης
profaneness

ShortDef

profaneness

Debugging

Headword:
ἀνοσιότης
Headword (normalized):
ἀνοσιότης
Headword (normalized/stripped):
ανοσιοτης
IDX:
8079
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8080
Key:

Data

{'content': 'profaneness'}