Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγρόνδε
ἀγρόνομος
ἀγρονόμος
ἀγροπόνος
ἀγρός
Ἀγροτέρα
ἀγρότερος
ἀγροτήρ
ἀγρότης
ἀγροφύλαξ
ἄγρυκτος
ἀγρυπνέω
ἀγρυπνητέον
ἀγρυπνητήρ
ἀγρυπνητής
ἀγρυπνητικός
ἀγρυπνία
ἄγρυπνος
ἀγρυπνώδης
ἄγρωμα
Ἄγρων
View word page
ἄγρυκτος
not to be spoken of

ShortDef

not to be spoken of

Debugging

Headword:
ἄγρυκτος
Headword (normalized):
ἄγρυκτος
Headword (normalized/stripped):
αγρυκτος
IDX:
807
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-808
Key:

Data

{'content': 'not to be spoken of'}