Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σογκώδης
σόγχος
Σόδραι
σόκκος
Σολεύς
σολῖνος
σόλιον
σολοειδής
Σολόεις
Σόλοι
σολοικίζω
σολοικισμός
σολοικιστής
σολοικοειδής
σόλοικος
σολοικοφανής
σολοιτύπος
Σολομών
Σολομωνιακός
σόλος
Σόλυμοι
View word page
σολοικίζω
to speak incorrectly, commit a solecism
ShortDef
to speak incorrectly, commit a solecism
Debugging
Headword:
σολοικίζω
Headword (normalized):
σολοικίζω
Headword (normalized/stripped):
σολοικιζω
IDX:
80796
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80797
Key:
Data
{'content': 'to speak incorrectly, commit a solecism'}