Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σόγκος
σογκώδης
σόγχος
Σόδραι
σόκκος
Σολεύς
σολῖνος
σόλιον
σολοειδής
Σολόεις
Σόλοι
σολοικίζω
σολοικισμός
σολοικιστής
σολοικοειδής
σόλοικος
σολοικοφανής
σολοιτύπος
Σολομών
Σολομωνιακός
σόλος
View word page
Σόλοι
Soli

ShortDef

Soli

Debugging

Headword:
Σόλοι
Headword (normalized):
σόλοι
Headword (normalized/stripped):
σολοι
IDX:
80795
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80796
Key:

Data

{'content': 'Soli'}