Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σοʹ
σοβαρεύομαι
σοβαροβλέφαρος
σοβαρός
σοβάς
σοβέω
σόβη
σόβησις
σόβητρον
σόγκος
σογκώδης
σόγχος
Σόδραι
σόκκος
Σολεύς
σολῖνος
σόλιον
σολοειδής
Σολόεις
Σόλοι
σολοικίζω
View word page
σογκώδης
like the plant σόγκος

ShortDef

like the plant σόγκος

Debugging

Headword:
σογκώδης
Headword (normalized):
σογκώδης
Headword (normalized/stripped):
σογκωδης
IDX:
80786
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80787
Key:

Data

{'content': 'like the plant σόγκος'}