Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σμῶδιξ
σμώνη
σμώχω
σοʹ
σοβαρεύομαι
σοβαροβλέφαρος
σοβαρός
σοβάς
σοβέω
σόβη
σόβησις
σόβητρον
σόγκος
σογκώδης
σόγχος
Σόδραι
σόκκος
Σολεύς
σολῖνος
σόλιον
σολοειδής
View word page
σόβησις
agitation, excitement

ShortDef

agitation, excitement

Debugging

Headword:
σόβησις
Headword (normalized):
σόβησις
Headword (normalized/stripped):
σοβησις
IDX:
80783
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80784
Key:

Data

{'content': 'agitation, excitement'}