Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σμύχω
σμώγω
σμωδικός
σμῶδιξ
σμώνη
σμώχω
σοʹ
σοβαρεύομαι
σοβαροβλέφαρος
σοβαρός
σοβάς
σοβέω
σόβη
σόβησις
σόβητρον
σόγκος
σογκώδης
σόγχος
Σόδραι
σόκκος
Σολεύς
View word page
σοβάς
insolent, capricious

ShortDef

insolent, capricious

Debugging

Headword:
σοβάς
Headword (normalized):
σοβάς
Headword (normalized/stripped):
σοβας
IDX:
80780
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80781
Key:

Data

{'content': 'insolent, capricious'}