Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σμύρνινος
σμύρνιον
σμύρνισις
σμυρνόμελαν
σμυρνοφόρος
σμυρνόω
σμῦρος
σμύχω
σμώγω
σμωδικός
σμῶδιξ
σμώνη
σμώχω
σοʹ
σοβαρεύομαι
σοβαροβλέφαρος
σοβαρός
σοβάς
σοβέω
σόβη
σόβησις
View word page
σμῶδιξ
a weal, swollen bruise

ShortDef

a weal, swollen bruise

Debugging

Headword:
σμῶδιξ
Headword (normalized):
σμῶδιξ
Headword (normalized/stripped):
σμωδιξ
IDX:
80773
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80774
Key:

Data

{'content': 'a weal, swollen bruise'}