Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σμυρνίζω
σμύρνινος
σμύρνιον
σμύρνισις
σμυρνόμελαν
σμυρνοφόρος
σμυρνόω
σμῦρος
σμύχω
σμώγω
σμωδικός
σμῶδιξ
σμώνη
σμώχω
σοʹ
σοβαρεύομαι
σοβαροβλέφαρος
σοβαρός
σοβάς
σοβέω
σόβη
View word page
σμωδικός
belonging to weals

ShortDef

belonging to weals

Debugging

Headword:
σμωδικός
Headword (normalized):
σμωδικός
Headword (normalized/stripped):
σμωδικος
IDX:
80772
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80773
Key:

Data

{'content': 'belonging to weals'}