Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνορούω
ἀνόροφος
ἀνορροπύγιος
ἀνορταλίζω
ἀνόρυκτος
ἀνορύσσω
ἀνορχέομαι
ἄνορχος
ἀνόρωσις
ἀνοσήλευτος
ἀνόσητος
ἀνοσία
ἀνόσιος
ἀνοσιότης
ἀνοσιουργέω
ἀνοσιούργημα
ἀνοσιουργία
ἀνοσιουργός
ἄνοσμος
ἄνοσος
ἀνόστεος
View word page
ἀνόσητος
without sickness

ShortDef

without sickness

Debugging

Headword:
ἀνόσητος
Headword (normalized):
ἀνόσητος
Headword (normalized/stripped):
ανοσητος
IDX:
8076
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8077
Key:

Data

{'content': 'without sickness'}