Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σμύρις
σμύρνα
Σμύρνα
σμυρναῖος
Σμυρναῖος
σμυρνίζω
σμύρνινος
σμύρνιον
σμύρνισις
σμυρνόμελαν
σμυρνοφόρος
σμυρνόω
σμῦρος
σμύχω
σμώγω
σμωδικός
σμῶδιξ
σμώνη
σμώχω
σοʹ
σοβαρεύομαι
View word page
σμυρνοφόρος
bearing myrrh
ShortDef
bearing myrrh
Debugging
Headword:
σμυρνοφόρος
Headword (normalized):
σμυρνοφόρος
Headword (normalized/stripped):
σμυρνοφορος
IDX:
80767
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80768
Key:
Data
{'content': 'bearing myrrh'}