Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνόρνυμι
ἀνορούω
ἀνόροφος
ἀνορροπύγιος
ἀνορταλίζω
ἀνόρυκτος
ἀνορύσσω
ἀνορχέομαι
ἄνορχος
ἀνόρωσις
ἀνοσήλευτος
ἀνόσητος
ἀνοσία
ἀνόσιος
ἀνοσιότης
ἀνοσιουργέω
ἀνοσιούργημα
ἀνοσιουργία
ἀνοσιουργός
ἄνοσμος
ἄνοσος
View word page
ἀνοσήλευτος
untended

ShortDef

untended

Debugging

Headword:
ἀνοσήλευτος
Headword (normalized):
ἀνοσήλευτος
Headword (normalized/stripped):
ανοσηλευτος
IDX:
8075
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8076
Key:

Data

{'content': 'untended'}