Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σμιλεύω
σμίλη
σμιλιγλύφος
σμίλινος
σμιλιωτός
σμῖλος
σμινδυρίδια
Σμινθεύς
σμίνθος
σμινύη
σμυγερός
σμυλίχη
σμύρις
σμύρνα
Σμύρνα
σμυρναῖος
Σμυρναῖος
σμυρνίζω
σμύρνινος
σμύρνιον
σμύρνισις
View word page
σμυγερός
with pain, painful

ShortDef

with pain, painful

Debugging

Headword:
σμυγερός
Headword (normalized):
σμυγερός
Headword (normalized/stripped):
σμυγερος
IDX:
80755
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80756
Key:

Data

{'content': 'with pain, painful'}