Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄνορμος
ἀνόρνυμι
ἀνορούω
ἀνόροφος
ἀνορροπύγιος
ἀνορταλίζω
ἀνόρυκτος
ἀνορύσσω
ἀνορχέομαι
ἄνορχος
ἀνόρωσις
ἀνοσήλευτος
ἀνόσητος
ἀνοσία
ἀνόσιος
ἀνοσιότης
ἀνοσιουργέω
ἀνοσιούργημα
ἀνοσιουργία
ἀνοσιουργός
ἄνοσμος
View word page
ἀνόρωσις
restoration

ShortDef

restoration

Debugging

Headword:
ἀνόρωσις
Headword (normalized):
ἀνόρωσις
Headword (normalized/stripped):
ανορωσις
IDX:
8074
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8075
Key:

Data

{'content': 'restoration'}