Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σμικρίζω
Σμικρίων
σμικρύνω
σμιλάκινος
σμῖλαξ
σμιλεία
σμίλευμα
σμιλευτός
σμιλεύω
σμίλη
σμιλιγλύφος
σμίλινος
σμιλιωτός
σμῖλος
σμινδυρίδια
Σμινθεύς
σμίνθος
σμινύη
σμυγερός
σμυλίχη
σμύρις
View word page
σμιλιγλύφος
chiselling

ShortDef

chiselling

Debugging

Headword:
σμιλιγλύφος
Headword (normalized):
σμιλιγλύφος
Headword (normalized/stripped):
σμιλιγλυφος
IDX:
80747
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80748
Key:

Data

{'content': 'chiselling'}