Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σμήχω
σμικρίζω
Σμικρίων
σμικρύνω
σμιλάκινος
σμῖλαξ
σμιλεία
σμίλευμα
σμιλευτός
σμιλεύω
σμίλη
σμιλιγλύφος
σμίλινος
σμιλιωτός
σμῖλος
σμινδυρίδια
Σμινθεύς
σμίνθος
σμινύη
σμυγερός
σμυλίχη
View word page
σμίλη
a knife for cutting, carving

ShortDef

a knife for cutting, carving

Debugging

Headword:
σμίλη
Headword (normalized):
σμίλη
Headword (normalized/stripped):
σμιλη
IDX:
80746
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80747
Key:

Data

{'content': 'a knife for cutting, carving'}