Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σμηρίζω
σμήρισμα
σμήχω
σμικρίζω
Σμικρίων
σμικρύνω
σμιλάκινος
σμῖλαξ
σμιλεία
σμίλευμα
σμιλευτός
σμιλεύω
σμίλη
σμιλιγλύφος
σμίλινος
σμιλιωτός
σμῖλος
σμινδυρίδια
Σμινθεύς
σμίνθος
σμινύη
View word page
σμιλευτός
cut, carved
ShortDef
cut, carved
Debugging
Headword:
σμιλευτός
Headword (normalized):
σμιλευτός
Headword (normalized/stripped):
σμιλευτος
IDX:
80744
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80745
Key:
Data
{'content': 'cut, carved'}