Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σμῆριγξ
σμηρίζω
σμήρισμα
σμήχω
σμικρίζω
Σμικρίων
σμικρύνω
σμιλάκινος
σμῖλαξ
σμιλεία
σμίλευμα
σμιλευτός
σμιλεύω
σμίλη
σμιλιγλύφος
σμίλινος
σμιλιωτός
σμῖλος
σμινδυρίδια
Σμινθεύς
σμίνθος
View word page
σμίλευμα
a piece of carved work

ShortDef

a piece of carved work

Debugging

Headword:
σμίλευμα
Headword (normalized):
σμίλευμα
Headword (normalized/stripped):
σμιλευμα
IDX:
80743
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80744
Key:

Data

{'content': 'a piece of carved work'}