Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σμηνουργέω
σμηνουργία
σμηνουργός
σμῆξις
σμῆριγξ
σμηρίζω
σμήρισμα
σμήχω
σμικρίζω
Σμικρίων
σμικρύνω
σμιλάκινος
σμῖλαξ
σμιλεία
σμίλευμα
σμιλευτός
σμιλεύω
σμίλη
σμιλιγλύφος
σμίλινος
σμιλιωτός
View word page
σμικρύνω
think meanly of

ShortDef

think meanly of

Debugging

Headword:
σμικρύνω
Headword (normalized):
σμικρύνω
Headword (normalized/stripped):
σμικρυνω
IDX:
80739
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80740
Key:

Data

{'content': 'think meanly of'}