Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνορμίζω
ἄνορμος
ἀνόρνυμι
ἀνορούω
ἀνόροφος
ἀνορροπύγιος
ἀνορταλίζω
ἀνόρυκτος
ἀνορύσσω
ἀνορχέομαι
ἄνορχος
ἀνόρωσις
ἀνοσήλευτος
ἀνόσητος
ἀνοσία
ἀνόσιος
ἀνοσιότης
ἀνοσιουργέω
ἀνοσιούργημα
ἀνοσιουργία
ἀνοσιουργός
View word page
ἄνορχος
without testicles
ShortDef
without testicles
Debugging
Headword:
ἄνορχος
Headword (normalized):
ἄνορχος
Headword (normalized/stripped):
ανορχος
IDX:
8073
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8074
Key:
Data
{'content': 'without testicles'}