Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σμηνηδόν
σμηνιών
σμηνοδόκος
σμηνοκόμος
σμῆνος
σμηνουργέω
σμηνουργία
σμηνουργός
σμῆξις
σμῆριγξ
σμηρίζω
σμήρισμα
σμήχω
σμικρίζω
Σμικρίων
σμικρύνω
σμιλάκινος
σμῖλαξ
σμιλεία
σμίλευμα
σμιλευτός
View word page
σμηρίζω
smooth
ShortDef
smooth
Debugging
Headword:
σμηρίζω
Headword (normalized):
σμηρίζω
Headword (normalized/stripped):
σμηριζω
IDX:
80734
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80735
Key:
Data
{'content': 'smooth'}