Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνόρμητος
ἀνορμίζω
ἄνορμος
ἀνόρνυμι
ἀνορούω
ἀνόροφος
ἀνορροπύγιος
ἀνορταλίζω
ἀνόρυκτος
ἀνορύσσω
ἀνορχέομαι
ἄνορχος
ἀνόρωσις
ἀνοσήλευτος
ἀνόσητος
ἀνοσία
ἀνόσιος
ἀνοσιότης
ἀνοσιουργέω
ἀνοσιούργημα
ἀνοσιουργία
View word page
ἀνορχέομαι
to leap up and dance

ShortDef

to leap up and dance

Debugging

Headword:
ἀνορχέομαι
Headword (normalized):
ἀνορχέομαι
Headword (normalized/stripped):
ανορχεομαι
IDX:
8072
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8073
Key:

Data

{'content': 'to leap up and dance'}