Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σμερδαλέος
Σμέρδις
σμερδνός
σμῆγμα
σμηγματοπώλης
σμηγματώδης
σμήκτης
σμηκτικός
σμηκτός
σμηκτρίς
σμῆμα
σμηματοδοκίς
σμηματοδόχος
σμηνηδόν
σμηνιών
σμηνοδόκος
σμηνοκόμος
σμῆνος
σμηνουργέω
σμηνουργία
σμηνουργός
View word page
σμῆμα
soap, unguent
ShortDef
soap, unguent
Debugging
Headword:
σμῆμα
Headword (normalized):
σμῆμα
Headword (normalized/stripped):
σμημα
IDX:
80721
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80722
Key:
Data
{'content': 'soap, unguent'}