Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σμάω
σμέρδ[ν]ος
σμερδαλέος
Σμέρδις
σμερδνός
σμῆγμα
σμηγματοπώλης
σμηγματώδης
σμήκτης
σμηκτικός
σμηκτός
σμηκτρίς
σμῆμα
σμηματοδοκίς
σμηματοδόχος
σμηνηδόν
σμηνιών
σμηνοδόκος
σμηνοκόμος
σμῆνος
σμηνουργέω
View word page
σμηκτός
smeared

ShortDef

smeared

Debugging

Headword:
σμηκτός
Headword (normalized):
σμηκτός
Headword (normalized/stripped):
σμηκτος
IDX:
80719
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80720
Key:

Data

{'content': 'smeared'}