Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνορμητικῶς
ἀνόρμητος
ἀνορμίζω
ἄνορμος
ἀνόρνυμι
ἀνορούω
ἀνόροφος
ἀνορροπύγιος
ἀνορταλίζω
ἀνόρυκτος
ἀνορύσσω
ἀνορχέομαι
ἄνορχος
ἀνόρωσις
ἀνοσήλευτος
ἀνόσητος
ἀνοσία
ἀνόσιος
ἀνοσιότης
ἀνοσιουργέω
ἀνοσιούργημα
View word page
ἀνορύσσω
to dig up

ShortDef

to dig up

Debugging

Headword:
ἀνορύσσω
Headword (normalized):
ἀνορύσσω
Headword (normalized/stripped):
ανορυσσω
IDX:
8071
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8072
Key:

Data

{'content': 'to dig up'}