Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σμάραγνα
σμαρίς
σμάω
σμέρδ[ν]ος
σμερδαλέος
Σμέρδις
σμερδνός
σμῆγμα
σμηγματοπώλης
σμηγματώδης
σμήκτης
σμηκτικός
σμηκτός
σμηκτρίς
σμῆμα
σμηματοδοκίς
σμηματοδόχος
σμηνηδόν
σμηνιών
σμηνοδόκος
σμηνοκόμος
View word page
σμήκτης
one who rubs
ShortDef
one who rubs
Debugging
Headword:
σμήκτης
Headword (normalized):
σμήκτης
Headword (normalized/stripped):
σμηκτης
IDX:
80717
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80718
Key:
Data
{'content': 'one who rubs'}