Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σμαραγή
σμάραγνα
σμαρίς
σμάω
σμέρδ[ν]ος
σμερδαλέος
Σμέρδις
σμερδνός
σμῆγμα
σμηγματοπώλης
σμηγματώδης
σμήκτης
σμηκτικός
σμηκτός
σμηκτρίς
σμῆμα
σμηματοδοκίς
σμηματοδόχος
σμηνηδόν
σμηνιών
σμηνοδόκος
View word page
σμηγματώδης
like a σμῆγμα, fatty

ShortDef

like a σμῆγμα, fatty

Debugging

Headword:
σμηγματώδης
Headword (normalized):
σμηγματώδης
Headword (normalized/stripped):
σμηγματωδης
IDX:
80716
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80717
Key:

Data

{'content': 'like a σμῆγμα, fatty'}