Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σμαραγδοχαίτας
σμαραγδώδης
σμαραγέω
σμαραγή
σμάραγνα
σμαρίς
σμάω
σμέρδ[ν]ος
σμερδαλέος
Σμέρδις
σμερδνός
σμῆγμα
σμηγματοπώλης
σμηγματώδης
σμήκτης
σμηκτικός
σμηκτός
σμηκτρίς
σμῆμα
σμηματοδοκίς
σμηματοδόχος
View word page
σμερδνός
terrible to look on, fearful, aweful, direful
ShortDef
terrible to look on, fearful, aweful, direful
Debugging
Headword:
σμερδνός
Headword (normalized):
σμερδνός
Headword (normalized/stripped):
σμερδνος
IDX:
80713
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80714
Key:
Data
{'content': 'terrible to look on, fearful, aweful, direful'}