Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σμαραγδίτης
σμάραγδος
σμαραγδοχαίτας
σμαραγδώδης
σμαραγέω
σμαραγή
σμάραγνα
σμαρίς
σμάω
σμέρδ[ν]ος
σμερδαλέος
Σμέρδις
σμερδνός
σμῆγμα
σμηγματοπώλης
σμηγματώδης
σμήκτης
σμηκτικός
σμηκτός
σμηκτρίς
σμῆμα
View word page
σμερδαλέος
terrible to look on, fearful, aweful, direful
ShortDef
terrible to look on, fearful, aweful, direful
Debugging
Headword:
σμερδαλέος
Headword (normalized):
σμερδαλέος
Headword (normalized/stripped):
σμερδαλεος
IDX:
80711
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80712
Key:
Data
{'content': 'terrible to look on, fearful, aweful, direful'}