Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σμʹ
σμαλερός
σμάλλεος
σμαράγδειος
σμαραγδίζω
σμαράγδινος
σμαραγδίτης
σμάραγδος
σμαραγδοχαίτας
σμαραγδώδης
σμαραγέω
σμαραγή
σμάραγνα
σμαρίς
σμάω
σμέρδ[ν]ος
σμερδαλέος
Σμέρδις
σμερδνός
σμῆγμα
σμηγματοπώλης
View word page
σμαραγέω
to crash
ShortDef
to crash
Debugging
Headword:
σμαραγέω
Headword (normalized):
σμαραγέω
Headword (normalized/stripped):
σμαραγεω
IDX:
80705
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80706
Key:
Data
{'content': 'to crash'}