Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκώψ
σκῶψις
σλιφομαχος
σμʹ
σμαλερός
σμάλλεος
σμαράγδειος
σμαραγδίζω
σμαράγδινος
σμαραγδίτης
σμάραγδος
σμαραγδοχαίτας
σμαραγδώδης
σμαραγέω
σμαραγή
σμάραγνα
σμαρίς
σμάω
σμέρδ[ν]ος
σμερδαλέος
Σμέρδις
View word page
σμάραγδος
emerald
ShortDef
emerald
Debugging
Headword:
σμάραγδος
Headword (normalized):
σμάραγδος
Headword (normalized/stripped):
σμαραγδος
IDX:
80702
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80703
Key:
Data
{'content': 'emerald'}