Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκωρίδιον
σκωριοειδής
σκωριοποιία
σκώψ
σκῶψις
σλιφομαχος
σμʹ
σμαλερός
σμάλλεος
σμαράγδειος
σμαραγδίζω
σμαράγδινος
σμαραγδίτης
σμάραγδος
σμαραγδοχαίτας
σμαραγδώδης
σμαραγέω
σμαραγή
σμάραγνα
σμαρίς
σμάω
View word page
σμαραγδίζω
to be of a smaragdus green

ShortDef

to be of a smaragdus green

Debugging

Headword:
σμαραγδίζω
Headword (normalized):
σμαραγδίζω
Headword (normalized/stripped):
σμαραγδιζω
IDX:
80699
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80700
Key:

Data

{'content': 'to be of a smaragdus green'}