Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκωραμίς
σκωρία
σκωριάζω
σκωρίδιον
σκωριοειδής
σκωριοποιία
σκώψ
σκῶψις
σλιφομαχος
σμʹ
σμαλερός
σμάλλεος
σμαράγδειος
σμαραγδίζω
σμαράγδινος
σμαραγδίτης
σμάραγδος
σμαραγδοχαίτας
σμαραγδώδης
σμαραγέω
σμαραγή
View word page
σμαλερός
de herb.

ShortDef

de herb.

Debugging

Headword:
σμαλερός
Headword (normalized):
σμαλερός
Headword (normalized/stripped):
σμαλερος
IDX:
80696
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80697
Key:

Data

{'content': 'de herb.'}