Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκῶρ
σκωραμίς
σκωρία
σκωριάζω
σκωρίδιον
σκωριοειδής
σκωριοποιία
σκώψ
σκῶψις
σλιφομαχος
σμʹ
σμαλερός
σμάλλεος
σμαράγδειος
σμαραγδίζω
σμαράγδινος
σμαραγδίτης
σμάραγδος
σμαραγδοχαίτας
σμαραγδώδης
σμαραγέω
View word page
σμʹ
240

ShortDef

240

Debugging

Headword:
σμʹ
Headword (normalized):
σμʹ
Headword (normalized/stripped):
σμʹ
IDX:
80695
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80696
Key:

Data

{'content': '240'}