Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκωπτόλης
σκώπτω
σκῶρ
σκωραμίς
σκωρία
σκωριάζω
σκωρίδιον
σκωριοειδής
σκωριοποιία
σκώψ
σκῶψις
σλιφομαχος
σμʹ
σμαλερός
σμάλλεος
σμαράγδειος
σμαραγδίζω
σμαράγδινος
σμαραγδίτης
σμάραγδος
σμαραγδοχαίτας
View word page
σκῶψις
mockery, scoffing, banter
ShortDef
mockery, scoffing, banter
Debugging
Headword:
σκῶψις
Headword (normalized):
σκῶψις
Headword (normalized/stripped):
σκωψις
IDX:
80693
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80694
Key:
Data
{'content': 'mockery, scoffing, banter'}