Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκωμμάτιον
σκωπαῖος
σκώπτης
σκωπτικός
σκωπτόλης
σκώπτω
σκῶρ
σκωραμίς
σκωρία
σκωριάζω
σκωρίδιον
σκωριοειδής
σκωριοποιία
σκώψ
σκῶψις
σλιφομαχος
σμʹ
σμαλερός
σμάλλεος
σμαράγδειος
σμαραγδίζω
View word page
σκωρίδιον
small dross
ShortDef
small dross
Debugging
Headword:
σκωρίδιον
Headword (normalized):
σκωρίδιον
Headword (normalized/stripped):
σκωριδιον
IDX:
80689
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80690
Key:
Data
{'content': 'small dross'}