Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνορίνω
ἄνορκος
ἀνορμάομαι
ἀνορμητικῶς
ἀνόρμητος
ἀνορμίζω
ἄνορμος
ἀνόρνυμι
ἀνορούω
ἀνόροφος
ἀνορροπύγιος
ἀνορταλίζω
ἀνόρυκτος
ἀνορύσσω
ἀνορχέομαι
ἄνορχος
ἀνόρωσις
ἀνοσήλευτος
ἀνόσητος
ἀνοσία
ἀνόσιος
View word page
ἀνορροπύγιος
without rump
ShortDef
without rump
Debugging
Headword:
ἀνορροπύγιος
Headword (normalized):
ἀνορροπύγιος
Headword (normalized/stripped):
ανορροπυγιος
IDX:
8068
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8069
Key:
Data
{'content': 'without rump'}