Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκῶμμα
σκωμμάτιον
σκωπαῖος
σκώπτης
σκωπτικός
σκωπτόλης
σκώπτω
σκῶρ
σκωραμίς
σκωρία
σκωριάζω
σκωρίδιον
σκωριοειδής
σκωριοποιία
σκώψ
σκῶψις
σλιφομαχος
σμʹ
σμαλερός
σμάλλεος
σμαράγδειος
View word page
σκωριάζω
become dross
ShortDef
become dross
Debugging
Headword:
σκωριάζω
Headword (normalized):
σκωριάζω
Headword (normalized/stripped):
σκωριαζω
IDX:
80688
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80689
Key:
Data
{'content': 'become dross'}