Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκῶλος
σκωλύπτομαι
σκῶμμα
σκωμμάτιον
σκωπαῖος
σκώπτης
σκωπτικός
σκωπτόλης
σκώπτω
σκῶρ
σκωραμίς
σκωρία
σκωριάζω
σκωρίδιον
σκωριοειδής
σκωριοποιία
σκώψ
σκῶψις
σλιφομαχος
σμʹ
σμαλερός
View word page
σκωραμίς
night-stool

ShortDef

night-stool

Debugging

Headword:
σκωραμίς
Headword (normalized):
σκωραμίς
Headword (normalized/stripped):
σκωραμις
IDX:
80686
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80687
Key:

Data

{'content': 'night-stool'}