Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκῶλον
σκῶλος
σκωλύπτομαι
σκῶμμα
σκωμμάτιον
σκωπαῖος
σκώπτης
σκωπτικός
σκωπτόλης
σκώπτω
σκῶρ
σκωραμίς
σκωρία
σκωριάζω
σκωρίδιον
σκωριοειδής
σκωριοποιία
σκώψ
σκῶψις
σλιφομαχος
σμʹ
View word page
σκῶρ
dung

ShortDef

dung

Debugging

Headword:
σκῶρ
Headword (normalized):
σκῶρ
Headword (normalized/stripped):
σκωρ
IDX:
80685
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80686
Key:

Data

{'content': 'dung'}