Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκωλοβατίζω
σκῶλον
σκῶλος
σκωλύπτομαι
σκῶμμα
σκωμμάτιον
σκωπαῖος
σκώπτης
σκωπτικός
σκωπτόλης
σκώπτω
σκῶρ
σκωραμίς
σκωρία
σκωριάζω
σκωρίδιον
σκωριοειδής
σκωριοποιία
σκώψ
σκῶψις
σλιφομαχος
View word page
σκώπτω
to hoot, mock, jeer, scoff at

ShortDef

to hoot, mock, jeer, scoff at

Debugging

Headword:
σκώπτω
Headword (normalized):
σκώπτω
Headword (normalized/stripped):
σκωπτω
IDX:
80684
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80685
Key:

Data

{'content': 'to hoot, mock, jeer, scoff at'}