Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκωλοβάτης
σκωλοβατίζω
σκῶλον
σκῶλος
σκωλύπτομαι
σκῶμμα
σκωμμάτιον
σκωπαῖος
σκώπτης
σκωπτικός
σκωπτόλης
σκώπτω
σκῶρ
σκωραμίς
σκωρία
σκωριάζω
σκωρίδιον
σκωριοειδής
σκωριοποιία
σκώψ
σκῶψις
View word page
σκωπτόλης
a mocker, jester
ShortDef
a mocker, jester
Debugging
Headword:
σκωπτόλης
Headword (normalized):
σκωπτόλης
Headword (normalized/stripped):
σκωπτολης
IDX:
80683
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80684
Key:
Data
{'content': 'a mocker, jester'}